δικτυοειδής

δικτυοειδής
-ές (AM δικτυοειδής, -ές)
όμοιος με δίχτυ, δικτυωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικτυοειδῆ — δικτυοειδής net like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δικτυοειδής net like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δικτυοειδής net like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυοειδεῖ — δικτυοειδής net like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δικτυοειδής net like masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυοειδές — δικτυοειδής net like masc/fem voc sg δικτυοειδής net like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυοειδοῦς — δικτυοειδής net like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυοειδῶς — δικτυοειδής net like adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • δικτυώδης — δικτυώδης, ες (Α) [δίκτυον] δικτυοειδής, δικτυωτός …   Dictionary of Greek

  • κεκρύφαλος — Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”